- ελόβιος
- -α, -ο (για πτηνά, ζώα και φυτά)1. αυτός που ζει ή αναπτύσσεται στα έλη2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ελόβιατάξη τροπιδωτών πτηνών, καλοβάμονα (η μπεκάτσα, το λελέκι κ.ά.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελόβιος — α, ο (για φυτά και ζώα), που ζει ή φυτρώνει ή ευδοκιμεί στα έλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… … Dictionary of Greek
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
ελώδης — ες (AM ἑλώδης, ες) 1. ο γεμάτος έλη 2. αυτός που προκαλείται από το έλος («ελώδης πυρετός») νεοελλ. 1. ελόβιος* 2. το θηλ. ως ουσ. η ελώδης γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κυφοειδών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑλῶδες έλος, βαλτότοπος … Dictionary of Greek
ερπετά — (reptila). Μεγάλη ομοταξία σπονδυλοζώων που έχουν κοινούς σημαντικούς ανατομικούς χαρακτήρες, αλλά παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς τη μορφή, τις διαστάσεις και το περιβάλλον διαβίωσης (ε. αποκλειστικά χερσαία ή τυπικά υδρόβια ή αμφίβια).… … Dictionary of Greek
κροκόδειλοι — Κοινή ονομασία των αντιπροσώπων της τάξης κροκοδείλια. Έχουν όλοι το ίδιο σχήμα σώματος, το οποίο αποτελείται από ένα κεφάλι που βρίσκεται σε οριζόντια θέση μπροστά από το σώμα, τέσσερα κοντά άκρα που εκτείνονται πλευρικά και μία ογκώδη και μυώδη … Dictionary of Greek
ελοχαρής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή (για φυτά και ζώα), που αρέσει να ζει ή να φυτρώνει στα έλη, ελόβιος (πρβλ. υδροχαρής) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)